προικοκτησία

προικοκτησία
η, Ν
(για εστεμμένους και ηγεμόνες) η απόκτηση νέων εδαφών από δωρεά δημόσιων κτημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + -κτησία (< -κτητος < κτώμαι), πρβλ. ιδιο-κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στους 'Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”